- ἐπισυνάγων
- ἐπισυνάγωcollect and bring topres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυνάγω — ἐπισυνάγω (AM) μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ) μσν. 1. τρυγώ 2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.) αρχ. 1. συστέλλω, πτύσσω 2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα 3. συμπεραίνω… … Dictionary of Greek